Refugees in poetry
Οι μαθητές διάβασαν ποιήματα για τους πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της πρώτης κινητικότητας στην Ελλάδα.
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ (REFUGEE BLUES)
Eνα εκπληκτικο ποιημα του Ωντεν (WYSTAN HUGH AUDEN) που λεγεται Προσφυγικο Μπλουζ. Γραφτηκε το 1939 και οπως ολα τα μεγαλα ποιηματα,ειναι διαχρονικο,ειδικα σημερα,που ο ανθρωπος μετεξελισσεται σε homo sacer,
Και περα απο τους μεταναστες,
γινομαστε ολοι προσφυγες σιγα σιγα,
προσφυγες ακομα και στις ιδιες μας τις πατριδες.
Θα βρειτε το ποιημα στο "ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ"
Η μεταφραση είναι του Κλειτου Κυρου.
REFUGEE BLUES
Say this city has ten million souls,
some are living in mansions,some are living in holes:
yet there's no place for us,my dear,there's no place for us
Once we had a country and we thought it fair,
look in the atlas and you'll find it there:
We cannot go thera now,my dear,we cannot go thera now
In the village churchyard there grows an old yew
every spring it blossoms anew:
old passports can't do that,my dear,old passports can't do that
The consul banged the table and said
"If you've got no passport,you're officially dead"
But we're still alive,my dear,but we are still alive
Went to a comitte,they offered me a chair
asked me politely to return next year
but where shall we go today,my dear,but where shall we go today?
Came to a public meeting,the speaker got up and said
"If we let them in,they will steal our daily bread"
he was talking of you and me.my dear,he was talking of you and me
Thought i heard the thunder rumbling in the sky
it was Hitler over Europe,saying,"they must die"
O we were in his mind,my dear,O we were in his mind
Saw a puddle in a jacket fastened with a pin
saw a door opened and a cat let in:
Βut they weren't Geman Jews,my dear,but there weren't German Jews
Went down the harbour and stood upon the quay
saw the fish swimming as if they were free:
only ten feet away, my dear,only ten feet away
Walked through a wood,saw the birds in the trees
they had no politicians and sang at their ease:
they weren,t the human race,my dear,they weren't the human race
Dreamed i saw a building with a thousand doors
a thousand windows and a thousand doors:
not one of them was ours,my dear,not one of them was ours
Stood on a great plain in the falling snow
ten thousand soldies marched to and fro:
looking for you and me,my dear,looking for you and me
ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ
Πες πως η πολη αυτη εχει δεκα εκατομμυρια ψυχες
αλλοι ζουνε σε μεγαρα,αλλοι σε τρυπες μικρες
κι ομως δεν εχει θεση για μας,αγαπη μου,δεν εχει θεση για εμας.
Ειχαμε καποτε μια πατριδα και μας φαινονταν ολα καλα,
ψαξε μεσα στον ατλαντα και θα την εβρεις κειδα
τωρα να παμε εκει δεν μπορουμε,αγαπη μου,να παμε εκει δεν μπορουμε
Στο κοιμητηρι του χωριου ενα σμιλαγκι μεγαλωνει
καθε ανοιξη απ'την αρχη μες στο ανθος φουντωνει
τα παλια διαβατηρια δεν μπορουν να το κανουν,αγαπη μου,δεν μπορουν να το κανουν
Ο προξενος ειπε χτυπωντας το γραφειο του εμπρος
"Αν δεν εχεις το διαβατηριο,τυπικα θεωρεισαι νεκρος"
ομως να που ακομα ζουμε,αγαπη μου,να που ακομα ζουμε
Πηγα σε μια επιτροπη,εκατσα να ξαποστασω
με παρακαλεσαν ευγενικα του χρονου να ξαναπερασω
ομως σημερα που θα παμε,αγαπη μου,σημερα που θα παμε;
Ηρθα σε μια συγκεντρωση'σηκωθηκε ο ομιλητης να πει
"Αν τους αφησουμε να μπουν,θε να μας κλεψουν το ψωμι"
Μιλουσε για σενα και για μενα,αγαπη μου,για σενα και για μενα
Σαν ν'ακουσα μπουμπουνητα στα ουρανια να κατρακυλουν
ηταν ο Χιτλερ στην Ευρωπη,που ελεγε "Πρεπει να εξοντωθουν"
Α,μας ειχε στο νου του,αγαπη μου,μας ειχε στο νου του
Ειδα μια σκυλιτσα που φορουσε μια ζακετα κουμπωμενη,
ειδα μια πορτα ολανοιχτη κ μια γατα να μπαινει:
ομως δεν ηταν Γερμανοεβραιοι,αγαπη μου,δεν ηταν Γερμανοεβραιοι
Τραβηξα στο λιμανι,στο μωλο σταθηκα μπροστα,
ειδα τα ψαρια να τρεχουν στο νερο,δε ζουνε στη σκλαβια:
μολις τρια μετρα μακρυα μου,αγαπη μου,τρια μετρα μακρυα μου
Περπατησα σ'ενα δασος,ειδα στα δενδρα τα πουλια'
δεν ειχανε πολιτικους και κελαηδουσαν χαρωπα:
δεν ηταν ανθρωποι σαν και μας,αγαπη μου,δεν ηταν σαν και μας
Στον υπνο μου ονειρευτηκα χιλιωροφα κτιρια
με χιλιες πορτες και χιλια παραθυρια
ουτε ενα δεν ηταν δικο μας,αγαπη μου,δεν ηταν δικο μας
Σταθηκα μες στο χιονι που 'πεφτε σε μια ανοιχτη πεδιαδα
δεκα χιλιαδες στρατιωτες βαδιζαν στην αραδα:
Ψαχναν για μας τους δυο,αγαπη μου,ψαχναν για μας τους δυο
ΟΥΑΡΣΑΝ ΣΑΙΡ
Η Ουαρσάν Σαϊρ γεννήθηκε στην Κένυα και μεγάλωσε στην Αγγλία. Η πρώτη πλήρης ποιητική συλλογή της αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2016, ωστόσο έχει ήδη τιμηθεί με διάφορα βραβεία, μεταξύ αυτών το Βραβείο Αφρικανικής Ποίησης από το Πανεπιστήμιο Brunel (2013)
no one leaves home unless
home is the mouth of a shark
you only run for the border
when you see the whole city running as well
your neighbors running faster than you
breath bloody in their throats
the boy you went to school with
who kissed you dizzy behind the old tin factory
is holding a gun bigger than his body
you only leave home
when home won’t let you stay.
no one leaves home unless home chases you
fire under feet
hot blood in your belly
it’s not something you ever thought of doing
until the blade burnt threats into
your neck
and even then you carried the anthem under
your breath
only tearing up your passport in an airport toilets
sobbing as each mouthful of paper
made it clear that you wouldn’t be going back.
you have to understand,
that no one puts their children in a boat
unless the water is safer than the land
no one burns their palms
under trains
beneath carriages
no one spends days and nights in the stomach of a truck
feeding on newspaper unless the miles travelled
means something more than journey.
no one crawls under fences
no one wants to be beaten
pitied
no one chooses refugee camps
or strip searches where your
body is left aching
or prison,
because prison is safer
than a city of fire
and one prison guard
in the night
is better than a truckload
of men who look like your father
no one could take it
no one could stomach it
no one skin would be tough enough
the
go home blacks
refugees
dirty immigrants
asylum seekers
sucking our country dry
niggers with their hands out
they smell strange
savage
messed up their country and now they want
to mess ours up
how do the words
the dirty looks
roll off your backs
maybe because the blow is softer
than a limb torn off
or the words are more tender
than fourteen men between
your legs
or the insults are easier
to swallow
than rubble
than bone
than your child body
in pieces.
i want to go home,
but home is the mouth of a shark
home is the barrel of the gun
and no one would leave home
unless home chased you to the shore
unless home told you
to quicken your legs
leave your clothes behind
crawl through the desert
wade through the oceans
drown
save
be hunger
beg
forget pride
your survival is more important
no one leaves home until home is a sweaty voice in your ear
sayingleave,
run away from me now
i dont know what i’ve become
but i know that anywhere
is safer than here
ΠΑΤΡΙΔΑ
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη
οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του
αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδι
είναι προτιμότερα από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου
κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι
πρόσφυγες
βρομομετανάστες
ζητιάνοι ασύλου
που ρουφάτε τη χώρα μας
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας
πώς δε δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα
ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.
θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δε θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτή σου
που λέει
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ»